μίσητος — μίσητος, ήτη, ον (Α) 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που είναι ακόλαστος, λάγνος, που έχει έντονες σεξουαλικές επιθυμίες 2. (γενικά) άπληστος, ακόρεστος, αχόρταγος 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ μισήτη η πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισητός < μισῶ, με… … Dictionary of Greek
μισητός — μῑσητός , μισητός hateful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισητός, -ή — ό αυτός που προκαλεί μίσος, αντιπαθητικός, απεχθής: Η σκληρότητά του τον κάνει μισητό στους υπαλλήλους του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μισητότερον — μίσητος hateful adverbial comp μίσητος hateful masc acc comp sg μίσητος hateful neut nom/voc/acc comp sg μῑσητότερον , μισητός hateful adverbial comp μῑσητότερον , μισητός hateful masc acc comp sg μῑσητότερον , μισητός hateful neut nom/voc/acc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισητότατον — μίσητος hateful masc acc superl sg μίσητος hateful neut nom/voc/acc superl sg μῑσητότατον , μισητός hateful masc acc superl sg μῑσητότατον , μισητός hateful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισητότατος — μίσητος hateful masc nom superl sg μῑσητότατος , μισητός hateful masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισητότερα — μίσητος hateful neut nom/voc/acc comp pl μῑσητότερα , μισητός hateful neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισήτη — μίσητος hateful fem nom/voc sg (attic epic ionic) μισήτη hateful fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισήτην — μίσητος hateful fem acc sg (attic epic ionic) μῑσήτην , μισέω hate imperf ind act 3rd dual (doric aeolic) μισήτη hateful fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίσηται — μίσητος hateful fem nom/voc pl μισήτη hateful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)